κεφαλονίτικος

κεφαλονίτικος
-η, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κεφαλονιά ή προέρχεται απ' αυτή: Ήπιαμε κεφαλονίτικο κρασί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Yalo yalo — Yaló Yaló (en grec : Γιαλό γιαλό) est une chanson traditionnelle grecque, du folklore des Îles Ioniennes. Sommaire 1 La chanson 2 Interprétations 3 Yalo Yalo au cinéma …   Wikipédia en Français

  • κεφαλ(λ)ονίτικος — και κεφαλληνιακός, ή, ό [κεφαλ(λ)ονίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προέρχεται από την Κεφαλ(λ)ονιά («κεφαλονίτικος χορός») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”